αερσικάρηνος

αερσικάρηνος
ἀερσικάρηνος, -ον (Μ)
αυτός που υψώνει υπερήφανα το κεφάλι, που κοιτάζει αφ’ υψηλού, αγέρωχος, υπερήφανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι- (< ἀείρω Ι) + κάρηνον «κεφάλι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”